Βρέθηκε το λήμμα
όλματζιακ

Ετυμολογία: τουρκ. olmayacak = δεν θα γίνει

    • Φρ.: Όλματζιάκ αθρώπ' γίναν, απ' τ' αυτουκίνητα τσι τα σπίκια, (= απίθανοι, απρόσμενοι άνθρωποι που δεν τους υπολόγιζε κανείς για αυτοκίνητα και σπίτια), τσι μεις λουβιάσαμι, εν έχουμι πού να μπαραντίσουμι, ένα τσιραμίδ' να βάλουμι του τσιφάλ' μας απού κάτου!