Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ.
Η τρύπα, το «μάτι» στην πλώρη του πλεούμενου απ' όπου περνάει η αλυσίδα της άγκυρας