Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. nışasta = άμυλο από σιτάλευρο
Πρώτης κατηγορίας αλεύρι, πολύ αμυλώδες, από μεγαλόσπορο σιτάρι, κατάλληλο για γλυκίσματα