Βρέθηκε το λήμμα
νισιστές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. nışasta = άμυλο από σιτάλευρο

  • Πρώτης κατηγορίας αλεύρι, πολύ αμυλώδες, από μεγαλόσπορο σιτάρι, κατάλληλο για γλυκίσματα