Βρέθηκε το λήμμα
ναμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Φήμη, αξία, πρωτιά, διάκριση, υπεροχή, παραδοχή, αποδοχή, έκφραση θαυμασμού

    • -Στου χουριό η Μαριγώ είχι του ναμ

    • -Του Μπιρδές' έχ' του ναμ για τσ' όμουρφις κουπιλούδις

    • -Πήρι του ναμ τ' κόσμ'!

    • -Εμ τι ουμουρφιά ήντου φκη, τι στουλίδια, τι μαλάματα, πήρι του ναμ η θχατέρα σας!