Βρέθηκε το λήμμα
κριβακή (η)

Ετυμολογία: λατιν.

  1. Ο υφαντικός αργαλειός που μοιάζει με κρεβάτι

  2. Κληματαριά

    • -Η κριβακή τσ' Ντάλινας άδειασι