Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ψηλός άνθρωπος, ατημέλητος, με άχαρο παρουσιαστικό που τα ρούχα του νομίζεις πως κρέμονται πάνω του εξού και η ετυμολογία της λ.