Βρέθηκε το λήμμα
κριμανταλάς (ι)
  • Ψηλός άνθρωπος, ατημέλητος, με άχαρο παρουσιαστικό που τα ρούχα του νομίζεις πως κρέμονται πάνω του εξού και η ετυμολογία της λ.

    • -Τουν λέγαν κριμανταλά γιακί κριμόνταν τα παντιλόνια τ' τσι κουρουτσ'λιόνταν πα στα χώματα