Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Γανωτής δηλ. τεχνίτης που έχει ως επάγγελμα την κάλυψη χάλκινων σκευών με κασσίτερο (συν. καλαϊτζής)