Βρέθηκε το λήμμα
γ'δί (του)
  1. Γουδί

  2. μτφ. κεφάλι

    • -Άι σκάσι, μη σ'δώσου καμιά πα στου γ'δί σ' τσι στ' ανοίξου, παλιουκατσίκα
Σχετικές λέξεις
γδί (του)