Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: εν + γάλα > έγγαλος
Πρόβατα που έχουν αποκοπεί από τα αρνιά τους και αρμέγονται