Βρέθηκε το λήμμα
έγγαλα

Ετυμολογία: εν + γάλα > έγγαλος

  • Πρόβατα που έχουν αποκοπεί από τα αρνιά τους και αρμέγονται

    • -Χώρσι τα έγγαλα απ' τα στείρα!
Σχετικές λέξεις
έγκαλα