Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Το δισάκι (δύο σάκοι υφαντοί, μάλλινοι, συνδεδεμένοι κατά το ένα χείλος. Το έριχναν κρεμαστό από τη μια και από την άλλη μεριά του σαμαριού, ή στον ώμο)