Βρέθηκε το λήμμα
δισάτσ' (του)
  • Το δισάκι (δύο σάκοι υφαντοί, μάλλινοι, συνδεδεμένοι κατά το ένα χείλος. Το έριχναν κρεμαστό από τη μια και από την άλλη μεριά του σαμαριού, ή στον ώμο)