Βρέθηκε το λήμμα
δίνου
  • Δίνω, χτυπώ, φεύγω

    • -Δώτσι μια σκ' πόρτα

    • -Αϊντούτι να του δίνουμι = άντε να φεύγουμε

    • -Δώσ' του τσι πίναν = εξακολουθούσαν να πίνουν αδιάλειπτα

    • -Δουμούτι του κόσ'νου του ψ'λό = δώστε μου το κόσκινο το ψιλό.

    • Δώτσι τσι πήρι = κάτι που τέλειωσε στα γρήγορα, που δεν κράτησε πολύ

    • -Δώκασ' λόγου = έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση, συμφώνησαν (κυρίως για αρραβώνα - γάμο)

    • -Δώμ' = δώσε μου

    • -Δώτι μ' = δώστε μου

    • -Δώτσιχερ = ό,τι ήταν να γίνει έγινε!

    • -Τσίνου όκ' ήντου να γίν' γίντσι! Δώτσιχερ!