Βρέθηκε το λήμμα
δικουντίνου
  • Συνεχώς (βλ. και «ντικουντίνου»)

    • -Τσι η γλώσσα ντουν δούλιβγι δικουντίνου τσ' έκουβγι του ψαλίδ'