Βρέθηκε το λήμμα
διαρμίζου

Ετυμολογία: δια + ρυθμίζω > διαρρυθμίζω ή αρχ. δια + αρμόζω > διαρμίζω (κατά τα εις ίζω ρήματα)

  • Τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω

    • -Σήμιρα έχου να διαρμίσου τσι του σπίκ' μας.