Βρέθηκε το λήμμα
διανουτώ

Ετυμολογία: δια + ενωτίζω (=βάζω στ' αυτί)

  • Συμβουλεύω

    • -Όσο μι διανότα η μάνα μ', γω μέτρουμ ξηνταμιά = για ανυπάκουο άτομο, που δεν δέχεται συμβουλές