Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ο ηλικιωμένος που έχει τη δυνατότητα να εξακολουθεί να περπατά νεανικά και γρήγορα.