Βρέθηκε το λήμμα
αφουρκάλ'τους (ι)
  • Ασκούπιστος τόπος (π.χ. αυλή κ.τ.λ.)

    • -Αφουρκάλ'του μ' ήβρις, ε ντούξιρα π' θα νέρθ'ς