ω δανά να
  • Τώρα μάλιστα

ω σ' χαρά σ'
  • Ποιος τη χάρη σου (με επιτιμητική έννοια)

ώρ'μους (ι)
  • Ώριμος

    • -Ώρμα τσ' άγγουρα
ως τόπαθα
  • Φωνές απελπισίας, δυνατά και ασταμάτητα (πώς το έπαθα!)

ωχ
  • επιφών. αναστεναγμού, έκπληξης ή πόνου

ώχα
  • επιτιμητικό επιφών. με την σημασία του «γιατί δεν πρόσεξες;», π.χ. σε μια πτώση από απροσεξία

ώχουτου
  • Χαϊδευτικό επιφώνημα επί μικρών παιδιών

    • -Ώχουτου του μουρό μ', ώχουτου!